- ἀφανίζεται
- ἀφανίζωmake unseenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погыбати — ПОГЫБА|ТИ (111), Ю, ѤТЬ гл. 1.Уничтожаться: мира сего вещь. ˫ако всѣмъ цвѣтомъ погыбающемъ. преже прикасаѥма ˫авл˫ающас˫а. (διαρρεῖ) ЖФСт к. XII, 77 об.; кнѧзи Черниговьстии… послаша къ Изѧславу велѧ ѥму поити. река землѧ наша погыбае(т). а ты не … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσκολοχάλαστος — η, ο αυτός που δύσκολα καταστρέφεται ή αφανίζεται … Dictionary of Greek
ευαφάνιστος — εὐαφάνιστος, ον (Μ) αυτός που αφανίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφανίζω] … Dictionary of Greek
ευδιάφθαρτος — εὐδιάφθαρτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α διάφθαρτος, δυσ διάφθαρτος] … Dictionary of Greek
κνισώ — κνισῶ, άω και όω (Α) [κνίσα] 1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα 2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν. β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.) 3. παθ. κνισοῡμαι, όομαι α) αναδίδω κνίσα… … Dictionary of Greek
πυριάλωτος — ον, Α (για θαλασσινά πουλιά) αυτός που συλλαμβάνεται ή αφανίζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δόρυ άλωτος] … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek